- υστεροκυκλαδικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή ανάφερεται στην τρίτη περίοδο τού κυκλαδικού πολιτισμού, που εκτείνεται από το 1580 ώς το 1100 π.Χ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + κυκλαδικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υστεροκυκλαδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρίτη φάση του κυκλαδικού πολιτισμού (1580 1100 π.Χ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek